- τσινί
- το, Νπλακάκι με επίστρωση σμάλτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cini «κινεζικός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσινένιος — α, ο, Ν αυτός που είναι από σμάλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσινί + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαρμαρ ένιος)] … Dictionary of Greek
τσινόπλακα — η, Ν είδος παγίδας για τη σύλληψη μικρών πτηνών και ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσινί + πλάκα] … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Κριβέλι, Κάρλο — (Carlo Crivelli, Βενετία 1430; – Άσκολι Πιτσένο 1495;). Ιταλός ζωγράφος. Η ζωγραφική του, εμπνευσμένη από τον Αντόνιο Βιβαρίνι, συνδέεται στενά με την τέχνη της Πάντοβα και περισσότερο με τον Αντρέα Σκιαβόνε παρά με τον Αντρέα Μαντένια, όπως… … Dictionary of Greek
φαρφουρί — το (λ. τουρκ.) 1. λεπτή πορσελάνη, το τσινί. 2. σκεύος (δοχείο, αγγείο) από λεπτή πορσελάνη: Βάλε στο φαρφουρί λουλούδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)